παρεισέρπω

παρεισέρπω
παρεισ-έρπω, [tense] aor. -είρπῠσα,
A creep in secretly, Ph. ap. Eus.PE8.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεισέρπω — Α εισέρπω, μπαίνω σέρνοντας κάπου χωρίς να γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσέρπω «έρπω μέσα»] …   Dictionary of Greek

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”